- μετριότητας
- μετριότηςmoderationfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετριότητα — η (ΑΜ μετριότης, ητος) [μέτριος] 1. η μέση κατάσταση 2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.) 3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη 4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω τής μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να… … Dictionary of Greek
Μονιέ, Ανρί — (Henri Monnier, Παρίσι 1805 – 1877). Γάλλος συγγραφέας και σκιτσογράφος. Σπούδασε ζωγραφική, αλλά ασχολήθηκε με τις εικονογραφήσεις και τη γελοιογραφία, έχοντας ως στόχο του τον κόσμο των υπαλλήλων και των μικροαστών. Στη σειρά Λαϊκές σκηνές, που … Dictionary of Greek
Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… … Dictionary of Greek
Φάλαντα, Χανς — (Fallada, ψευδώνυμο του Rudolf Ditzen, Γκράιφσβαλντ 1893 – Βερολίνο 1947). Γερμανός συγγραφέας. Διαμόρφωσε την πνευματική του προσωπικότητα μέσα στο κλίμα του εξπρεσιονισμού και ωρίμασε στο περιβάλλον της Neue Sάchlichkeit (Νέα αντικειμενικότητα) … Dictionary of Greek